γεμιστήρας

γεμιστήρας
chargeur

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • γεμιστήρας — και γεμιστής, ο εργαλείο με το οποίο διευκολύνεται η ταχεία γέμιση τών όπλων για επαναληπτική βολή και ταχυβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω. Η λ. γεμιστήρ μαρτυρείται στον Ξαβέριο Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

  • γεμιστήρας — ο 1. θήκη για σφαίρες που τοποθετείται στα επαναληπτικά όπλα. 2. μεταλλικό όργανο που χρησιμεύει για να τοποθετούνται τα βλήματα στα πυροβόλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γέμιστρο(ν) — το στρατ. ο γεμιστήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω. Η λ. στον πληθ. γέμιστρα μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

  • γεμιστής — ο [γεμίζω] 1. αυτός που γεμίζει κάτι 2. ο γεμιστήρας* 3. στρατ. στρατιώτης που γεμίζει τα μη φορητά πυροβόλα όπλα …   Dictionary of Greek

  • οκτάσφαιρος — και οχτάσφαιρος, η, ο (Α ὀκτάσφαιρος, ον) αυτός που αποτελείται από οκτώ σφαίρες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οκτάσφαιρο και οχτάσφαιρο είδος φορητού όπλου τού οποίου ο γεμιστήρας δέχεται οκτώ σφαίρες αρχ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἠ… …   Dictionary of Greek

  • πεντάσφαιρος — η, ο / πεντάσφαιρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει βάρος ή αξία πέντε σφαιριδίων ή πέντε κόκκων νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντάσφαιρο επαναληπτικό πυροβόλο όπλο, τυφέκιο, περίστροφο, ή πιστόλι, τού οποίου ο γεμιστήρας ή το βυκίο έχει χωρητικότητα πέντε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”